προσανέχω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανέχω Medium diacritics: προσανέχω Low diacritics: προσανέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: prosanéchō Transliteration B: prosanechō Transliteration C: prosanecho Beta Code: prosane/xw

English (LSJ)

   A wait, ἕως . . Plb.4.19.12, cf. 3.94.3: c. acc., await, τὸν καιρὸν τῆς ἐντεύξεως Id.5.103.5.    II rely on, place one's dependence on, ἐλπίσι Id.5.72.2, cf.4.60.8, J.AJ10.6.2, BJ4.2.1, Heliod.(?) in PMed.Lond.155.4.5; ταῖς βοηθείαις Plb.1.84.12.    III devote oneself to, θεῷ, τοῖς ἡγεμόσι, J.AJ10.4.5, 10.7.2; ἔργοις, τέχναις, ib. 12.5.5, Id.Ap.2.41; Σικελικαῖς τραπέζαις Socr.Ep.8; attend to, τῇ σκαπάνῃ Alciphr.3.24; τῷ λόγῳ A.D.Pron.49.4: in full, π. τὴν γνώμην θεῷ J.AJ Prooem.3.

German (Pape)

[Seite 750] (s. ἔχω), noch dazu in die Höhe halten; gew. übertr., auf Etwas achten, hoffen, übh. seinen Geist worauf richten, theils absolut, Pol. 3, 94, 3, ἡσυχίαν ἦγε προσανέχων ἕως οὖ 4, 19, 12, theils c. accus., τὸν καιρόν, abwarten, 5, 103, 5, od. gew. τινί, wobei man θυμόν zu ergänzen pflegt, προσανέχοντες ταῖς βοηθείαις, auf die Hülfe hoffend, 1, 84, 12, u. öfter; auch τῇ ἐλπίδι, auf die Hoffnung vertrauend, 4, 60, 8; ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας, 5, 72, 2; das med. in derselben Bdtg, 30, 8, 8, scheint zweifelhaft.

Greek (Liddell-Scott)

προσανέχω: ἀνέχω προσέτι· μεταφορ., ἐπιμένω εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. περιμένω μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”».

French (Bailly abrégé)

élever vers ; intr. :
1 se rattacher à, se reposer sur (une espérance);
2 s’attacher à, persister à, avec part.;
3 s’appliquer à, observer avec soin, guetter (l’occasion);
4 faire attention à, avoir égard à, respecter;
Moy. προσανέχομαι se reposer sur.
Étymologie: πρός, ἀνέχω.