πρόσδετος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον,
A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.). II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.
German (Pape)
[Seite 755] angebunden; Eur. Rhes. 307, τινί, z. B. λίθῳ, Antiph. 13 (Plan. 147).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσδετος: -ον, δεδεμένος πρός τι πρᾶγμα, τινι Εὐρ. Ρῆσ. 307, Ἀνθ. Πλαν. 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché à.
Étymologie: προσδέω¹.