προσκατακτείνω
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.