πρόστυπος

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστῠπος Medium diacritics: πρόστυπος Low diacritics: πρόστυπος Capitals: ΠΡΟΣΤΥΠΟΣ
Transliteration A: próstypos Transliteration B: prostypos Transliteration C: prostypos Beta Code: pro/stupos

English (LSJ)

ον,

   A executed in low relief, opp. ἔκτυπος (in high relief), Callix.2, Plin. HN35.152.    2 Subst., πρόστυποι, οἱ, of the Cherubim, J.AJ3.6.5.    II lying flat, φύλλα Dsc.4.10.

German (Pape)

[Seite 784] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Ggstz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστῠπος: -ον, ἐξειργασμένος ἐν ἀναγλύφῳ οὐχὶ πολὺ ἐξέρχοντι (Ἰταλ. Basso relievo), ἀντίθετ. τῷ ἔκτυπος (ἐν ἀναγλύφῳ λίαν ἐξέχοντι, Ἰταλ. altro r.), Ἀθήν. 199Ε. 2) ὡς οὐσιαστ., πρόστυποι, οἱ, ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5· μικρὸν κατωτέρω χρῆται τῷ προστυπεῖς, πρβλ. Γαλην. 14. 710· πρβλ. πρότυπα, τά. ΙΙ. ὁ κείμενος πλατύς, φύλλα Διοσκ. 4. 10.