πρωκτός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ,
A anus, Ar.V.604, etc.; π. καμήλου Id.Pax758; π. κυνός Id.Ach.863.
German (Pape)
[Seite 803] ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm, Ar. oft u. andere Comic., auch in Prosa; vgl. Arist. part. anim. 3, 14 H. A. 2, 17. – Es wird von προάγω, nach Andern von προΐκω od. προΐσχω abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
πρωκτός: ὁ, «ὁ κόλος (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ αὐτοῦ προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ λέξις συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
anus.
Étymologie: DELG terme pop. ou vulg.