πρόχνυ

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχνῠ Medium diacritics: πρόχνυ Low diacritics: πρόχνυ Capitals: ΠΡΟΧΝΥ
Transliteration A: próchny Transliteration B: prochny Transliteration C: prochny Beta Code: pro/xnu

English (LSJ)

Adv.

   A utterly, ὥς κε . . ἀπόλωνται π. κακῶς Il.21.460; so ὀλέσθαι π. Od.14.69.    II with the knees forward, π. καθεζομένη, i.e. kneeling or crouching, Il.9.570 (where Πρόγνυ shd. perh. be restd., cf. γνύπετος, Skt. Adj. prajñú- (dub. sens.)).    III dub. sens. in Antim.Col.2P.: later, simply = πάνυ, A.R.1.1118, 2.249.

German (Pape)

[Seite 799] (πρὸγόνυ), adv., wie γνύξ, knielings, auf den Knieen, in die Kniee; πρόχνυ καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι πρόχνυ, darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, πρόχνυ γεράνδρυον, Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχνῠ: Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ γνύξ, μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», πρόχνυ καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς, ὅπως ἀπολεσθῶσιν παντάπασι κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, πρόχνυ ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ πρόχνυ παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = πάνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à genou, sur les genoux;
2 de fond en comble, entièrement.
Étymologie: πρό, γόνυ.

English (Autenrieth)

(γόνυ): (forward) on the knee, ‘on her knees,’ Il. 9.570; fig., ἀπολέσθαι, laid ‘low,’ ‘utterly’ destroyed, Il. 21.460.