πυρρίχη

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρίχη Medium diacritics: πυρρίχη Low diacritics: πυρρίχη Capitals: ΠΥΡΡΙΧΗ
Transliteration A: pyrríchē Transliteration B: pyrrichē Transliteration C: pyrrichi Beta Code: purri/xh

English (LSJ)

[ῐ] (sc. ὄρχησις), ἡ,

   A war-dance, Ar.Ra.153, X.An.6.1.12, Pl.Lg.816b; called from one Πύρριχος the inventor, acc. to Aristox. Fr.Hist.46, Str.10.3.8, 10.4.16; but acc. to Arist.Fr.519, from its being first used at the funeral of Patroclus (from πυρά); as a prizecontest, CIG2758 IV (Aphrodisias), 3089 (Teos).    2 generally, δειναὶ π. strange contortions, E.Andr.1135: prov., πυρρίχην βλέπειν 'to look daggers', Ar.Av.1169.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρίχη: [ῐ] (ἐξυπακ. ὄρχησις), ἡ, εἶδος πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. ἐμμέλεια), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον ἐγένετο χρῆσις τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ πυρά)· μνημονεύεται δὲ ὡς ἅμιλλα περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. πρύλις. 2) καθόλου, δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. πυρίχη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pyrrhique, danse de guerre.
Étymologie: DELG πυρρός.