πυρωπός

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρωπός Medium diacritics: πυρωπός Low diacritics: πυρωπός Capitals: ΠΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: pyrōpós Transliteration B: pyrōpos Transliteration C: pyropos Beta Code: purwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ π. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331.    II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.

German (Pape)

[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.