ῥητορεύω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
A to be a public speaker, practise oratory, Isoc.Ep.8.7, Pl. Grg.502d, Arist.Rh.Al.1444a33; οἱ μετὰ γαστέρα -εύοντες afterdinner speakers, Ph.1.156; ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Chrysipp.Stoic.3.175; opp. πολιτεύεσθαι, Nausiph.2:—Pass., of the speech, to be spoken, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Isoc.5.25:—later in Act. c. acc., τὴν ἐπεσταλμένην πρεσβείαν ἐρρητόρευε was setting forth, Luc.Laps.2. II teach oratory, Str.14.1.48.
German (Pape)
[Seite 841] 1) ein Redner od. Volksredner sein, als Redner auftreten, reden, Plat. Gorg. 502 d u. Folgde; im pass., Isocr. 5, 25. – 2) Lehrer der Beredtsamkeit sein u. als solcher sich mit einer Prunkrede zeigen, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητορεύω: εἶμαι ῥήτωρ, δημηγορῶ, ὁμιλῶ δημοσίᾳ, ποιοῦμαι χρῆσιν τῆς ῥητορικῆς, Ἰσοκρ. 425D, Πλάτ. Γοργ. 502D· ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034Β. - Παθ., ἐπὶ τοῦ λόγου, λέγομαι, ἀπαγγέλλομαι, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C· καὶ οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ. μετ’ αἰτ., ῥ. τὴν πρεσβείαν, ῥητορεύω ὡς ἀπεσταλμένος πρεσβευτής, Λουκ. Ὑπέρ τοῦ ἐν Προσαγ. πταίσματ. 2· ΙΙ. διδάσκω τὴν ῥητορικήν, Στράβ. 650. Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.
French (Bailly abrégé)
être orateur ou rhéteur, prononcer un discours fait avec art : τι, prononcer un discours sur qqe sujet ; abs. parler en public.
Étymologie: ῥήτωρ.