συγκραματικός
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ή, όν,
A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.