συναμαρτάνω
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
A sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.
French (Bailly abrégé)
se tromper ensemble, être complice d’une faute.
Étymologie: σύν, ἁμαρτάνω.