συνειρμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A connexion, τῶν λόγων Demetr.Eloc.180.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, Verknüpfung, Zusammenhang, Demetr. Phaler.
Greek (Liddell-Scott)
συνειρμός: ὁ, τὸ συνείρειν, συνάφεια, ἀλληλουχία, συνένωσις, σύναψις, ἐπὶ λέξεων, ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν λόγων Δημήτρ. Φαληρ. § 180.