συμμαχώ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.