ταριχηρός

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχηρός Medium diacritics: ταριχηρός Low diacritics: ταριχηρός Capitals: ΤΑΡΙΧΗΡΟΣ
Transliteration A: tarichērós Transliteration B: tarichēros Transliteration C: tarichiros Beta Code: tarixhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A of or for pickled food, τ. κεράμιον a pickling-jar, Arist.HA534a21; τ. ὀσμαί of it, ib.19; τ. γάρος salt fish pickle, S.Fr.606; τὰ τ., opp. τὰ πρόσφατα, Gal.6.351; κρέας τ. Chrysipp.Stoic.3.199, cf. PPetr.3p.167 (iii B.C.), Arr.An.4.21.10, Gal.15.739; φαληρίδες Cleomenes ap.Ath.9.393c.    2 stale, οὖρον PHolm.6.6.    II -ηρός, ὁ, pickler, τετάρτη -ηρῶν PPetr.3p.300 (iii B.C.); ἡ σύνταξις ἡ τῶν σειτοποιῶν καὶ τῶν τ. PFay.15.4 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1071] zum τάριχος gehörig, ἀγγεῖον, ein Faß dazu, Arist. H. A. 4, 8; eingesalzen, eingepökelt, eingemacht, Ath. III, 119 a.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταρίχη, εἰς παστὰ εἴδη τροφῆς (τάριχος), τ. κεράμιον ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ταρίχων, παστῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· τ. ὀσμή, ὀσμὴ παστῶν, αὐτόθι 20 τ. γάρος, γάρος ταρίχων, Σοφ. Ἀποσπ. 531 (ἐν τῷ συντετμημένῳ τύπῳ ταρχηρός)· κρέας τ., παστόν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 21· φαληρίδες Κλεομ. παρ’ Ἀθην. 393C.