χορηγός

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγός Medium diacritics: χορηγός Low diacritics: χορηγός Capitals: ΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: chorēgós Transliteration B: chorēgos Transliteration C: chorigos Beta Code: xorhgo/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ), Dor. χορᾱγός Alcm.23.44, Ar.Lys.1315 (lyr.): (χορός, ἡγέομαι):—

   A chorus-leader, like the later κορυφαῖος, θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ τὰς Μούσας Pl.Lg.665a: generally, leader of a train or band, πῦρ πνεόντων χ. ἄστρων, of Dionysus, S.Ant.1147 (lyr.); χ. δελφίνων E.Hel. 1454 (lyr.).    II at Athens and elsewhere, one who defrays the costs for producing a chorus, χορηγῶν ἀποδεικνυμένων ἑκατέρῃ τῶν δαιμόνων δέκα ἀνδρῶν Hdt.5.83; χορηγὸν καταστῆσαί τινα IG22.141.34; χ. κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antipho 6.11; καταστὰς χ. τραγῳδοῖς Lys.21.1, cf. 3; supplied by the φυλαί in turn, D.20.130, cf. Aeschin. 1.11; χ. αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ Antiph. 204.5 (troch.); used of a woman, Milet.1(7). No.265: generally, of liturgies other than the trierarchy, εἰσποιεῖ χορηγοὺς εἰς ἐκείνας τὰς λῃτουργίας D.20.19.    2 metaph., one who defrays the costs for any purpose, χ. ἔχοντες Φίλιππον Id.9.60; Φιλίππῳ χ. χρώμενος Id.19.216; χ. τὸν πατέρα ἔχειν εἴς τι Id.40.51; λήψεται χ. τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ Aeschin.1.54, cf. 2.79; οἱονεὶ χ. καὶ μισθοδότης Plb.2.44.3, cf. 8.7.2; τῆς φύσεως αὐτῶν ὁ θεὸς χ. Iamb.Bab.p.51 Hinck.    3 Astrol., of planets, patron of a profession or trade, Paul.Al.P.2.    4 Medic., supply-veins, Orib.45.18.23.    b a dressing, Id.46.19.6.

German (Pape)

[Seite 1365] ὁ, dor. u. att. χοραγός (Lob. Phryn. p. 430), 1) der Chorführer, Anführer eines Reigens, Chortanzes; θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ Μούσας Plat. Legg. II, 665 a; übh. der einen Zug, eine Schaar anführt, ἰὼ τῶν πῦρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων Soph. Ant. 1133, vom Bacchus; χοραγὲ τῶν καλλιχόρων δελφίνων Eur. Hel. 1470. – Bes. 2) der die Kosten zur Ausrüstung u. Aufführung eines Chors, einer theatralischen Vorstellung hergiebt; χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antiph. 6, 10; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς, χορ. κατέστην παιδικῷ χορῷ Lys. 21, 1. 4; χορηγὸν ἐνεγκεῖν, ernennen, Dem. 20, 130; – übh. der die Kosten u. Mittel wozu hergiebt, den Aufwand wozu bestreitet; χορηγὸν τῇ βδελυρίᾳ λαμβάνειν Aesch. 1, 54; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Dem. 19, 216; πολυτελῶς ζῶσα καὶ εἰς ταῦτα χορηγὸν τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν διὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἔχουσα 40, 51; τῆς ἀνοίας Luc. de luct. 20, u. a. Sp. Bes. auch der Lebensmittel für ein Heer und Kriegsbedürfnisse herbeischafft.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγός: ὁ, Δωρ. χορᾱγὸς Λοβέκ. εἰς Φρύν. 430 (χορός, ἡγέομαι)· ― ὁ ἡγούμενος τοῦ χοροῦ, ὡς τὸ μεταγεν. κορυφαῖος, θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδοκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ τὰς Μούσας Πλάτ. Νόμ. 665Α· ― καθόλου, ὁ ἡγεμὼν ὁλοκλήρου ὁμίλου, πῦρ πνεόντων ἄστρων χ., ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντιγ. 3147· χ. δελφίνων Εὐρ. Ἑλ. 1454. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ καταβάλλων τὴν δαπάνην πρὸς κατάρτισιν χοροῦ, χορηγὸν καταστῆσαί τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 34· χορ. κατεστάθην εἰς Θαργήλια Ἀντιφῶν 143. 31· χορ. τραγῳδοῖς καταστὰς Λυσί. 161. 35, πρβλ. 162. 1· παρεῖχον δὲ αὐτοὺς αἱ φυλαὶ ἐκ διαδοχῆς, Δημ. 496. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 2. 23· χορηγὸς αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 5· ― πρβλ. χορηγία. ΙΙ. μεταφορ., ὁ χορηγῶν χρήματα πρὸς σκοπόν τινα οἱονδήποτε, χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον Δημ. 126. 13· Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος ὁ αὐτ. 408. 16· χ. τὸν πατέρα ἔχειν εἴς τι ὁ αὐτ. 1023. 13· χ. λαμβάνειν τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ Αἰσχίν. 8. 27, πρβλ. 38. 30· συχν. οὕτω παρὰ Πολυβ.· ― ὡς ἐπίθ., τὰ χορηγὰ τῆς ... ζωῆς, τὰ παρέχοντα τὰ μέσα τῆς ζωῆς, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 299C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui conduit le chœur, chef d’un chœur de danse ou de musique, p. anal. celui qui conduit une troupe, un cortège;
2 chorège, celui qui fait les frais d’équipement d’un chœur ; p. ext. celui qui fait la dépense d’une chose, qui pourvoit à, qui fournit les ressources nécessaires (~sponsor) : τινι, τινος pour qch.
Étymologie: χορός, ἄγω.