ὑπασπιστής

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπασπιστής Medium diacritics: ὑπασπιστής Low diacritics: υπασπιστής Capitals: ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hypaspistḗs Transliteration B: hypaspistēs Transliteration C: ypaspistis Beta Code: u(paspisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A shield-bearer, armour-bearer, esquire, Hdt.5.111, E.Rh.2 (anap.), Ph.1213, X.An.4.2.20, etc.    2 pl., a brigade of guards in the Macedonian army, D.S.19.40, Arr.An.2.4.3, 2.20.6.

German (Pape)

[Seite 1184] ὁ, Schildträger, Waffenträger übh.; Eur. Phoen. 1219; Her. 5, 111; Sp.; bes. Einer von der Leibwache, der mit dem Schilde den Feldherrn schützt, Eur. Rhes. 2; Xen. An. 4, 2, 31; Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπασπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ φέρων τὴν ἀσπίδα, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, θεράπων, Ἡρόδ. 5. 111, Εὐρ. Ρῆσ. 2, Φοίν. 1213, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 20, κλπ.· οὕτως, ὑπασπιστήρ, ῆρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 182. 2) οἱ ὑπασπισταὶ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ ἀπετέλουν διακεκριμένον σῶμα (εἰς ὃ ἀνῆκον οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες), ἐκλήθησαν δὲ οὕτως ἐκ τῶν ἀσπίδων ἂς ἔφερον, Διόδ. 19. 40, Ἀρρ. Ἀν. 2. 4 καὶ 20, πρβλ. Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 6. 148, Grot.· 12. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπασπιστής· βοηθός, δορυφόρος, ὑπηρέτης». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écuyer litt. qui porte le bouclier.
Étymologie: ὑπασπίζω.