ὑπασπιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A shield-bearer, armour-bearer, esquire, Hdt.5.111, E.Rh.2 (anap.), Ph.1213, X.An.4.2.20, etc. 2 pl., a brigade of guards in the Macedonian army, D.S.19.40, Arr.An.2.4.3, 2.20.6.
German (Pape)
[Seite 1184] ὁ, Schildträger, Waffenträger übh.; Eur. Phoen. 1219; Her. 5, 111; Sp.; bes. Einer von der Leibwache, der mit dem Schilde den Feldherrn schützt, Eur. Rhes. 2; Xen. An. 4, 2, 31; Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπασπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ φέρων τὴν ἀσπίδα, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, θεράπων, Ἡρόδ. 5. 111, Εὐρ. Ρῆσ. 2, Φοίν. 1213, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 20, κλπ.· οὕτως, ὑπασπιστήρ, ῆρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 182. 2) οἱ ὑπασπισταὶ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ ἀπετέλουν διακεκριμένον σῶμα (εἰς ὃ ἀνῆκον οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες), ἐκλήθησαν δὲ οὕτως ἐκ τῶν ἀσπίδων ἂς ἔφερον, Διόδ. 19. 40, Ἀρρ. Ἀν. 2. 4 καὶ 20, πρβλ. Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 6. 148, Grot.· 12. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπασπιστής· βοηθός, δορυφόρος, ὑπηρέτης». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écuyer litt. qui porte le bouclier.
Étymologie: ὑπασπίζω.