σύνοξυς
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
υ,
A pointed, ῥίζα Thphr.HP1.6.8.
German (Pape)
[Seite 1031] υ, geschärft, spitz zugehend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοξυς: υ, ὁ εἰς ὀξὺ σημεῖον ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.