χορδεύω
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα make mince-meat of state-affairs, ib.214.
Greek (Liddell-Scott)
χορδεύω: κατασκευάζω ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, τουτέστι σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ ὄνομα εἴρηται. ὥσπερ γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. καταχορδεύω.
French (Bailly abrégé)
faire du boudin ; fig. χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.
Étymologie: χορδή.