ὑποπάσσω
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
A strew under, ποίην Hdt.1.132; ἡδύσματα Alex.186.7. II plaster under, ἄργιλον Thphr.Sign.49.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πάσσω), darunter od. dazwischen streuen, Her. 1, 132
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπάσσω: μέλλ. -πάσω, πάσσω ὑποκάτω, ποίην Ἡρόδ. 1. 132· ὑποπάσας ἡδύσματα Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 1. ΙΙ. ἀλείφω, χρίω κάτωθεν, ἄργιλον Θεοφρ. π. Σημ. 3. 12.