φεγγίτης
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = σεληνίτης, Plin.HN36.163, Alex.Aphr.in Sens.29.7, Tz.ad Lyc.98.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, der Leuchtstein, das zu Fensterscheiben gebräuchliche Marienglas, Schol. Lycophr. 98.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγίτης: -ου, ὁ, = σεληνίτης, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 664C, Πλίν. 36, 22, 46, 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης δι’ ἧς εἰσέρχεται φῶς εἰς τὴν οἰκίαν, «σαλάμβαι οἱ φανόπται, ἤτοι οἱ φεγγῖται ἰδιωτικῶς, παρὰ τὸ σέλας δι’ αὐτῶν βαίνειν» Τζέτζ. εἰς Λυκόφ. 98.