φλύος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό,
A = φλύαρος, idle talk, foolery, Archil.197.
German (Pape)
[Seite 1293] τό, = φλύαρος, Geschwätz, Possen, Archil. fr. 113 bei Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φλύος: τό, = φλύαρος, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, Ἀρχίλ. 187 (174).