άοζος
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
Greek Monolingual
(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].———————— (II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.