ἀμφιγνοέω

From LSJ
Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιγνοέω Medium diacritics: ἀμφιγνοέω Low diacritics: αμφιγνοέω Capitals: ΑΜΦΙΓΝΟΕΩ
Transliteration A: amphignoéō Transliteration B: amphignoeō Transliteration C: amfignoeo Beta Code: a)mfignoe/w

English (LSJ)

impf.

   A ἠμφεγνόουν Pl.Sph.236c, X.An.2.5.33: aor. ἠμφεγνόησα Pl.Plt.291b, Sph.228e (ἀμφαγνοέω v. l. in X.An. l.c., and Procop.Goth.2.16):—to be doubtful or mistaken about a thing, τι Pl. Sph.228e; περί τινος Isoc.2.28; ἐπί τινος πότερον . . Pl.Grg.466c; ὑπέρ τινος Procop.l.c.; ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν they knew not what they were about, X.An.l.c.; οὐκ ἀμφιγνοῶ σε γεγονότα συστρατιώτην I am not mistaken in thinking... Plu.Pomp.79:—Pass., ἀμφιγνοηθείς unrecognized, X.HG6.5.26; but ἀμφιγνοούμενόν ἐστι is in dispute, Air.Tact.6.2, cf. Plot.4.4.12.

German (Pape)

[Seite 137] 1) schwanken, zweifeln, ἐπί τινος, bei etwas, Plat. Gorg. 466 c; ὃ – ἠμφεγνόουν Soph., 236 c; ἠμφεγνόησα 228 e; περί τινος, Isocr. 2, 28. – 2) nicht genau wissen (οὐκ ἀκριβῶς εἰδέναι Hesych.), ὅ, τι ἐποίουν Xen. Anab. 2, 5, 33; εἰ μή τις αμφιγνοηθεὶς διέφυγε, unerkannt, Hell. 6, 5, 26; οὐ δήπου σ' ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, ich irre mich doch nicht, daß du mein Kamerad gewesen bist, Plut. Pomp. 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιγνοέω: παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. γιγνώσκω). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλω περί τινος πράγματος, δὲν γνωρίζω ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ αὐτοῦ· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· περί τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ δήπου σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας συστρατιώτης μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, ἄγνωστος τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἀμφεγνόουν, f. ἀμφιγνοήσω, ao. ἀμφεγνόησα, pf. inus.
1 être incertain, irrésolu;
2 ne pas savoir exactement, méconnaître, se méprendre.
Étymologie: ἀμφί, γιγνώσκω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἠμφεγνόουν Pl.Sph.236c, X.An.2.5.33; aor. ἠμφεγνόησα Pl.Plt.291b, Sph.228e]
I 1dudar, no estar seguro de c. ac. ὅ Pl.Sph.ll.cc.
c. giro prep. ἀμφιγνοῶ ... ἐφ' ἑκάστου Pl.Grg.466c, περὶ ὧν Isoc.2.28, ὑπὲρ ὧν Procop.Goth.2.16.6
quedarse perplejo c. part. ἠμφεγνόησα κατιδών Pl.Plt.291b
desconocer, no reconocer τὴν γῆν Plu.2.601c, διὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτὰς τὸ Ἀττικὸν σημεῖον ἀμφιγνοοῦντες παρέπλεον como no tenían (las naves) la enseña ática pasaron de largo sin reconocerlas Polyaen.3.11.11
en v. pas. de pers. no ser reconocido τις ἀμφιγνοηθεὶς διέφυγε X.HG 6.5.26
en v. pas. de cosas ser discutible Arr.Tact.6.2, Plot.4.4.12.
II c. ac. de pers. conocer τοῦτον D.Chr.7.54
fig. reconocer οὐ ... σ' ... ἐγώ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ; ¿no te reconozco como antiguo compañero mió de armas? Plu.Pomp.79.