ἀνάβλησις
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting off, delay, κακοῦ Il.2.380; λύσιος 24.655; θανάτοιο Call.Ap.45: abs., AP12.184 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 181] (ἀναβάλλω), ἡ, Aufschub, Il. 2, 380. 24, 655; Callim. h. Ap. 46; Strat. 26 (XII, 184).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de remettre, de différer, délai.
Étymologie: ἀναβάλλω.
English (Autenrieth)
(ἀναβάλλω): postponement. (Il.)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aplazamiento κακοῦ Il.2.380, καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται Il.24.655, θανάτοιο Call.Ap.46
•abs. AP 12.184 (Strat.).
Greek Monolingual
ἀνάβλησις (-εως), η (Α) ἀναβάλλω
αναβολή, καθυστέρηση.