ἁμῶς
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
or ἀμῶς, Adv. from obsol. ἁμός
A = τίς, only in form ἁμωσγέπως in some way or other, Ar.Th.429, Lys.13.7, Pl.Prt.323c, Epicur. Fr.607, etc. (Cf. ἁμός B.)
Greek (Liddell-Scott)
ἁμῶς: ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀμῶς.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀμῶς
adv. en comp. c. otras partículas de una forma o de otra, de cualquier manera ἁμωσγέπως Ar.Th.429, Plu.2.73e, Hsch., ἁμῶς γέ πως Lys.13.7, Pl.Phdr.228c, Prt.323c, Lg.641e, Arist.Metaph.1022a2, ἀμῶς γέ πως Thphr.Metaph.4, A.D.Adu.156.2, ἀμωσγέπως EM 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.
•tb. sin partícula οὐδ' ἁμῶς de ningún modo (v. οὐδαμῶς) Alcm.1.45.