ἀναφυσιάω
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
A fetch a deep-drawn breath. blow, of a dolphin, Hes.Sc.211; ἀ. ἆσθμα A.R.2.431.
German (Pape)
[Seite 214] wiederholt aufschnauben, vom Delphin, Hes. Sc. 211; ausathmen, ἆσθμα Ap. Rh. 2, 431.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφῡσιάω: Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἐκπέμπω βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «ἔθος γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. prés. épq. ἀναφυσιόων;
c. ἀναφυσάω.
Spanish (DGE)
1 resoplarde un delfín, Hes.Sc.211.
2 soplardel viento, c. ac. ἆσθμ' ἀναφυσιόων A.R.2.431.