βώμιος

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βώμιος Medium diacritics: βώμιος Low diacritics: βώμιος Capitals: ΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: bṓmios Transliteration B: bōmios Transliteration C: vomios Beta Code: bw/mios

English (LSJ)

ον, also α, ον, v. infr.: (βωμός):—

   A of an altar, ἀκτὰν πάρα βώμιον S.OT183 (lyr.); βώμιοι ἐσχάραι E.Ph.274; β. ἕδρη Orph.A. 992.    2 of a suppliant, βωμία ἐφημένη at the altar, E.Supp.93, cf. S.Ant.1301; ἀμφὶ βωμίους λιτάς E.Ph.1749 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 469] auch 2 Endungen, Eur. Phoen. 281, zum Altar gehörig, auf dem Altar sitzend; Soph. Ant. 1301; βωμία ἐφημένη Eur. Suppl. 105; ἐπιστάται I. T. 1284; öfter; auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βώμιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ἴδε κατωτ.· (βωμός)· ― ὁ ἀνήκων εἰς βωμόν, ἀκτὰν παρὰ βώμιον Σοφ. Ο. Τ. 184· βώμιοι ἐσχάραι Εὐρ. Φοιν. 274. 2) ἐπὶ ἱκέτου, βωμία ἐφημένη, παρὰ τὸν βωμόν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 93, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1301· ἀμφὶ βωμίους λιτὰς Εὐρ. Φοίν. 1750. ― βωμικός, Βull. Cor. Hell. 11, 600.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 de l’autel;
2 qui se tient ou se fait devant l’autel.
Étymologie: βωμός.

Greek Monolingual

βώμιος, -ον και -α, -ον (Α) βωμός
1. αυτός που ανήκει στον βωμό
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει προσφύγει στον βωμό. ικέτης.