οἰστροπλήξ

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλήξ Medium diacritics: οἰστροπλήξ Low diacritics: οιστροπλήξ Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΗΞ
Transliteration A: oistroplḗx Transliteration B: oistroplēx Transliteration C: oistropliks Beta Code: oi)stroplh/c

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, ἡ,

   A stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5 ; of Bacchantes, E.Ba.1229.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.

French (Bailly abrégé)

πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d’un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.

Greek Monolingual

οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο-πλήξ].