παλαιγενής

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιγενής Medium diacritics: παλαιγενής Low diacritics: παλαιγενής Capitals: ΠΑΛΑΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: palaigenḗs Transliteration B: palaigenēs Transliteration C: palaigenis Beta Code: palaigenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born long ago, full of years, γεραιὲ παλαιγενές, addressed to Phoenix, Il.17.561; γρηῢς π. Od.22.395; ἄνθρωποι h.Cer. 113; ὁ π. Κρόνος A.Pr.222; ἡ π. μήτηρ . . Θέμις ib.873; π. Μοῖραι Id.Eu.172 (lyr.); παρβασία Id.Th.742 (lyr.); ἀοιδαί E.Med.421; Βάκχιος π. old wine, Antiph.237.1; νέκταρ π. Alex.119.2; ἐχθρὸς ἦ π. long long ago, A.Ag.1637.

German (Pape)

[Seite 445] ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix, γεραιἐ παλαιγενές, Il. 17, 561; γρηῦς, 3, 386 Od. 22, 395; τὸν παλαιγενῆ Κρόνον, Aesch. Prom. 220; παλαιγενεῖς Μοῖραι, Eum. 165; Θέμις, Prom. 875; übh. alt, παραιβασία, Spt. 724, vgl. Ag. 1620; Λάϊος, Eur. Phoen. 344; ἀοιδαί, Med. 421; sp. D., φῶτες Ap. Rh. 1, 1, μῦθοι Ep. ad. 571 ( App. 109); von altem Weine, Antiphan. bei Ath. XI, 781 f.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιγενής: -ές, ὁ πάλαι γεννηθείς, πλήρης ἑτῶν, παλαιός, γεραιὲ παλαιγενές, λεγόμενον πρὸς τὸν Φοίνικα, Ἰλ. Ρ. 561· γρηῦς π. Ὀδ. Χ. 395· ἄνθρωποι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 113· ὁ π. Κρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 220· ἡ π. μήτηρ.. Θέμις αὐτόθι 873· π. Μοῖραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 172· παρβασία ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 742· ἀοιδαὶ Εὐρ. Μήδ. 421· Βάκχιος π., παλαιὸς οἶνος, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Κύκνῳ» 1· ἐχθρὸς ἧ π., παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 né depuis longtemps, vieux, ancien;
2 de vieille date, ancien (ennemi).
Étymologie: πάλαι, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

ές: ancient-born, full of years.

Spanish

nacido hace mucho tiempo

Greek Monolingual

παλαιγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως
2. πολύ παλαιός, παμπάλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].