σείριος

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σείριος Medium diacritics: σείριος Low diacritics: σείριος Capitals: ΣΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: seírios Transliteration B: seirios Transliteration C: seirios Beta Code: sei/rios

English (LSJ)

ὁ, name of the

   A dog-star, Sirius, whose visible heliacal rising marked the season of greatest heat (cf. Gem.17.39), Hes.Op. 587,609, Sc.153,397, Alc.39, E.Hec.1104 (lyr.); Σείριος κύων A.Ag. 967, S.Fr.803; Σείριος ἀστήρ Hes.Op.417:—of the sun, acc. to Hsch., in Archil.61, cf. ἀκτὶς Σειρία Lyc.397 and Sch. ad loc.; σ. ἠέλιος Orph.A.120; of stars, Ibyc.3, Alcm.23.62, cf. E.Fr.779.8 cod. Longin., of a bright planet, Id.IA7 (acc. to Theo Sm. p.146 H., dub., anap.).    2 Adj. destructive, σείριαι νᾶες Tim.Pers. 192.    3 σείριον πάθος, = σειρίασις, Sor.1.124.    4 σείριον (sc. ἱμάτιον), a light summer garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. s.v. σειρῆνα. (Suid. derives it from a form σείρ gen. σειρός, = ἥλιος, which is suspect.)

Greek (Liddell-Scott)

σείριος: ὁ, (σειρός) ὁ κατακαίων, θέριος, θερμός, ὄνομα τοῦ κυνάστρου, Λατ. Sirius (ἴδε κύων V), ἐπειδή ὁ ἀστήρ οὗτος χαρακτηρίζει τήν ἐποχήν τῆς μεγίστης θερμότητος, δηλ. ἀπό 12 Αὐγούστου μέχρι 12 Σεπτεμβρίου (Ἰουλ. ἡμερολόγ.), ὅτε ὁ Σείριος δύει μετά τοῦ ἡλίου, Ἡσ. Ἔργ. καί Ἡμ. 505, 607, Ἀσπ. Ἡρ. 153, 397, Ἀρχίλ. 55, Εὐρ. Ἑκάβ. 1104, Ι. Α. 7· καλεῖται καὶ Σείριος κύων. Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, Σοφ. Ἀποσπ. 941· Σείριος ἀστήρ, Ἡσ. Ἒργ. κ. Ἡμ. 415· Σείριον ἄστρον, Ἀρχίλ. 54. ― Ἔν τισι τῶν χωρίων τούτων παλαιοί ἑρμηνευταί ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς = ἥλιος, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης, ἴδε Göttl. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 417· ἀλλ’ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 121, σ. ἠέλιος. 2) σείριον (δηλ. ἱμάτιον), Ἁρποκρ. Φώτ. (Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ τύπου Σείρ· πρβλ. Σανσκρ. svar (caelnm), sûr-as, sûr-yas και Ζενδ. hvar-e (ὁ ἥλιος)· Λατ. sol· Γοτθ. Sauil· Ἀρχ. Σκανδιν. Sôl· Λιθ. Saul-e· ― αἱ λέξεις αὕται δύνανται ωσαύτως νὰ εἶναι συγγενεῖς τοῖς εἵλη, ἀλέα, σέλᾱς (πρβλ. Ἡσύχ., «βέλα (δηλ. Fέλα)· ἥλιος και αὐγὴ ὑπὸ Λακώνων»), ἀλλὰ διαφέρουσι τῶν ἡέλιος, ἥλιος, ἴδε ἥλιος ἐν τέλ., καί πιθανῶς διαφέρουσι τῶν σέλας, σελήνη, ἴδε σέλας ἐν τέλ.). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σείριος· ὁ ἥλιος καί ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
brûlant, ardent ; σείριος κύων ou subst. ὁ Σείριος l’étoile de Sirius ou la constellation de la Canicule.
Étymologie: cf. skr. surjas pour svarjas « soleil ».