ἐνδιάζω
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
(
A ἔνδιος 1.1) pass the noon, take a siesta, Plu.Rom.4, 2.726f. II weave in, in Pass., Hsch.
German (Pape)
[Seite 833] (ἔνδιος), Mittagsruhe halten, Plut. Rom. 4 Lucull. 16. hineinweben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιάζω: (ἔνδιος) διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, ἐκεῖ διὰ τὴν σκιὰν ἐνδιάζειν Πλουτ. Ρωμ. 4.
French (Bailly abrégé)
faire la sieste (en plein air).
Étymologie: ἔνδιος.
Spanish (DGE)
tejer en v. pas. ἐνεδιάσθη· ἐνεπλάκη Hsch.; cf. ἄττομαι.
echar la siesta, descansar al mediodía τὴν μετ' ἄριστον ἀνάπαυσιν ἐνδιάζειν (φασί) Plu.2.726e, μεσημβρίας οὔσης καὶ τῶν στρατιωτῶν ἐνδιαζόντων Plu.Luc.16, animales a la sombra de un árbol, Plu.Rom.4.