ῥινόσιμος
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
ον, (ῥίς)
A snub-nosed, Luc.Bacch.2.
German (Pape)
[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].