Κῦρος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ὁ, Cyrus: 1 ὁ πρότερος, the elder Cyrus, Hdt.1.46, etc. 2 ὁ νεώτερος, the brother of Artaxerxes, X.An.1.1.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κῦρος: ὁ, 1) ὁ πρότερος, ὁ πρεσβύτερος, ὁ μέγας Κῦρος, Ἡρόδ., κτλ. 2) ὁ νεώτερος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀρταξέρξου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 1, κτλ.· ― οἱ Κύρειοι, οἱ Ἕλληνες οἱ παρὰ τῷ Κύρῳ πρότερον ὑπηρετήσαντες, ὁ αὐτο. ἐν Ἑλλ. 3. 2, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cyrus :
1 n. d’h;
2 fl. d’Arménie.
Étymologie:.