ἐκπηδάω
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
fut.
A -πηδήσομαι Luc.Zeux.8, -ήσω App.Hisp.20 : pf. -πεπήδηκα Men.Pk.277 :—leap out, ἐς τὴν θάλασσαν Hdt.8.118 (v.l. ἐκπηδέειν, cf. 1.24) ; ἐπί τινα Lys.3.12. 2 make a sally, X.An. 7.4.16, App.l.c. ; ἐκ τῆς ἐνέδρας Hell.Oxy.16.2 ; escape, ἐκ τῆς πόλεως Men.Per.Fr.3, cf. Wilcken Chr.1 ii 13 (iii B. C.), Plb.1.43.1 : metaph., ἐ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Pl.R.495d. 3 leap up, start, εὕδουσαν ἐ. S.Tr.175 ; τοῦ ὕπνου Philostr. VA2.36 ; throb, of the heart, Aristaenet.2.5; λόγος ἐ. τοῦ στόματος ib.10. II start out of place, σπόνδυλος ἐ. Hp.Art.46.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πηδάω, ἐκπηδήσομαι Luc. Zeux. 8), heraus-, hervorspringen; vom Wasser, Eur. Bacch. 705; ἐς τὴν θάλατταν, aus dem Schiffe, Her. 1, 24; Xen. An. 7, 4, 16 u. öfter; ἐκ τῶν τεχνῶν ἐς τὴν φιλοσοφίαν, zur Philosophie überspringen, Plat. Rep. VI, 495 d; übh. aufspringen, Soph. Trach. 174; – entspringen, entkommen, ἐκ τῆς πόλεως Pol. 1, 43, 1; a. Sp. Vom Herzschlagen, Aristaen. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπηδάω: μέλλ. -πηδήσομαι Λουκ. Ζεῦξ. 8, καὶ -ήσω Ἀππ. Ἰβηρικ. 20: ‒ πηδῶ ἔξω εἰς, ἐφορμῶ, ἐς τὴν θάλασσαν Ἠρόδ. 1. 24., 8. 118 (ἔνθα τὰ ἄριστα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκπηδέειν ἀντὶ -πηδᾶν)· ἐπί τινα Λυσ. 97. 27. 2) κάμνω ἔξοδον, ἐξορμῶ, Λατ. excurrere, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16· ἐκπ. ἐκ τῆς πόλεως, ἐκφεύγω ἐκ…, Μένανδ. ἐν «Περινθίᾳ» 3· μεταφ., ἐκπ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 495D. 3) ἀναπηδῶ, ἀνατινάσσομαι, εὕδουσαν ἐκπ. Σοφ. Τρ. 175· πάλλομαι, Ἀρισταίν. 2. 5. ΙΙ. τινάσσομαι ἔξω, ἐξέρχομαι βιαίως τῆς θέσεώς μου, σπόνδυλος ἐκπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· ἐκφεύγω, δραπετεύω, ἐξεπήδησαν νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 43, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. sauter de, s’élancer de;
II. sauter hors de :
1 sauter hors du lit;
2 faire une sortie en parl. d’assiégés;
3 fig. se jeter hors de, quitter, abandonner.
Étymologie: ἐκ, πηδάω.
Spanish (DGE)
1 saltar fuera, tirarse o levantarse de un salto ὥσθ' ἡδέως εὕδουσαν ἐκπηδᾶν ἐμὲ φόβῳ S.Tr.175, τοῦ μὲν ἐκπηδῶντος πυρὸς οἷον ἀπ' ἀστραπῆς Pl.Ti.68a, ὡς δὲ εἶδεν ἔλαφον ἐκπηδήσασαν X.Cyr.1.4.8, cf. I.AI 8.273, App.Hisp.20, Suppl.Mag.40.19, c. gen. Λάζαρος ἐξεπήδα τοῦ μνήματος Lázaro saltó fuera del sepulcro Hsch.H.Hom.12.4.12
•lanzarse o saltar fuera, salir señalando la direcc. ἐς τὴν θάλασσαν Hdt.8.118, εἰς Κόρινθον en un desembarco, Ar.Eq.604, εἰς τὸν λαόν LXX Iu.14.17, εἰς τὸν ὄχλον Act.Ap.14.14, fig. ἐς τὴν κατὰ φύσιν ... κίνησιν del alma, Aristid.Quint.55.22
•indic. la proc. ἐκ δὲ τοῦ μέσου τὰ ἅρματα ἐκπηδήσεσθαι μέλλοντα en un ataque, Luc.Zeux.8, ἐ[κ τ] ῆς ἐνέδρας Hell.Oxy.45.680, ἐκ τῆς πόλεως Men.Per.fr.6, Plb.1.43.1, ἐκ τῶν σκηνῶν Plb.14.4.9, ἐκ παντὸς τόπου Suppl.Mag.42A.17, 48.10, c. adv. παρθένους ἐκπηδᾶν οἴκοθεν ποιεῖ hace salir de casa a las vírgenes de un hechizo PMag.36.71, fig. τοῦ ὕπνου Philostr.VA 2.36, ἐκ τῶν τεχνῶν ἐ. εἰς τὴν φιλοσοφίαν saltar de las artes a la filosofía Pl.R.495d, τις λόγος ... τοῦ στόματος ἐκπηδᾷ Aristaenet.2.10.20, δεινῶς ἐ. del corazón, Aristaenet.2.5.
2 indic. hostilidad lanzarse contra, atacar ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη se lanzan con las espadas desenvainadas X.An.7.4.16, c. dat. o prep. y ac. λόγχας ἔχοντες ἐκπεπηδήκασί μοι Men.Pc.527, cf. PTor.Choachiti 8B.28 (II a.C.), ἀλαλάξαντες ἐκπηδῶσιν εἰς αὐτούς I.AI 6.191, ἐφ' ἡμᾶς Lys.3.12.
3 medic. dislocarse, salirse de su sitio ἐκπηδήσας σπόνδυλος Hp.Art.46.