πολυπλανής
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
ές, (πλανάομαι)
A roaming far or long, ἐν ἁλὶ πολυπλανής (sc. Menelaus) E.Hel.203 (lyr.); εἶδος κτημάτων π., opp. ἀπλανές, Pl.Plt.288a; π. κισσός the straying ivy, AP6.154 (Leon. or Gaet.); π. πορεία devious, Plu.Crass.29; π. ἐν γράμμασι Id.2.422d. Adv. -νῶς wandering in all directions, Hp.Oss.12. II much-erring (or Act., leading much astray), Ἐλπὶς καὶ Τύχη AP9.134; ἔπεα Musae.175. [-πλᾱνης metri gr. in Opp.C.4.358.]
German (Pape)
[Seite 668] ές, viel od. weit umherirrend, Eur. Hel. 204; rankend, κισσός, Leon. Tar. 30 (VI, 154); in Prosa, Plat. Polit. 288 a; πορεία, Plut. Crass. 29. – Auch akt., viel verwirrend, in Irrthümer führend, Mus. 75; vgl. Jac. A. P. p. 482.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλᾰνής: -ές, (πλανάομαι) ὁ μακρὰν ἢ ἐπὶ μακρὸν πλανώμενος, ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς (ἐξυπ. Μενέλαος) Εὐρ. Ἑλ. 204· π. εἶδος κτημάτων, ἀντίθετον τῷ ἀπλανές, Πλάτ. Πολιτικ. 285Α· π. κισσός, ὁ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἁπλώνων τοὺς κλάδους του, Ἀνθ. Π. 6. 154· π. πορεία, ἡ ἐκκλίνουσα, λοξοδρομοῦσα, Πλουτ. Κράσσ. 29· π. ἐν γράμμασι ὁ αὐτ. 2. 422D. ― Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ πλανώμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Ἱππ. 277, 54. ΙΙ. ὁ πολὺ πλανώμενος, σφαλλόμενος, ἢ ἐνεργ., ὁ πολὺ πλανῶν, ἐλπὶς Μουσαῖ. 75, Ἀνθ. Π. 9. 134.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ' ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.)
2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.)
3. (για φυτό) αυτός που απλώνει τα κλαδιά του προς πολλές διευθύνσεις («κισσοῦ πολυπλανέος», Ανθολ. Παλ.)
4. εκείνος που παρεκκλίνει από την πορεία του, που λοξοδρομεί («τὴν πορείαν χαλεπὴν καὶ πολυπλανῆ γενομένην τοῖς ἐπισπομένοις», Πλούτ.)
5. εκείνος που παραπλανά, που οδηγεί κάποιον σε σφάλμα («πολυπλανής Ἐλπὶς και Τύχη», Ανθολ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. α-πλανής].