τριμμός
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ὁ,
A beaten track, X.Cyn.3.7, 4.3, Ael.Fr.114, D.C.56.20.
Greek (Liddell-Scott)
τριμμός: ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ τρίβος, Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chemin fréquenté.
Étymologie: τρίβω.
Greek Monolingual
ὁ, Α τρίβω
πολυσύχναστος δρόμος.