θύρασι
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (LSJ)
θύρ-σιν [ῠ], Adv., (θύρα)
A at the door, without, Ar.V.891,Pax 942, 1023,al. 2 abroad (written θύραισι in codd.), E.El.1074, S. OC401.
German (Pape)
[Seite 1227] draußen vor der Thür; Ar. Vesp. 891 Lys. 353 u. öfter; Eur. El. 1074; außerhalb des Landes, Soph. O. C. 402, v. l. θύραισι.
Greek (Liddell-Scott)
θύρᾱσι: -σιν, Ἐπίρρ. (θύρα) ἐν τῇ θύρᾳ, ἔξω, ἐκτός, Λατ. foris, Ἀριστοφ. Σφηξ. 891, Εἰρ. 942, 1023, κ. ἀλλ. 2) ἔξω τῆς οἰκίας, ἔξω τῆς χώρας, Εὐρ. Ἠλ. 1074. - Συχνάκις γραφόμενον ἐσφαλμένως θύραισι, ἴδε Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 401.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à la porte, dehors;
2 au dehors, à l’étranger.
Étymologie: θύρα, -σι.
Greek Monolingual
θύρασι(ν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].