πολύοψος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύοψος Medium diacritics: πολύοψος Low diacritics: πολύοψος Capitals: ΠΟΛΥΟΨΟΣ
Transliteration A: polýopsos Transliteration B: polyopsos Transliteration C: polyopsos Beta Code: polu/oyos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in fish, λίμνη Str.12.3.38.    2 luxurious, δεῖπνον Luc.Gall. 11.

German (Pape)

[Seite 668] reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.

Greek (Liddell-Scott)

πολύοψος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, λίμνη Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, πολυτελής, δεῖπνον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abonde en mets délicats.
Étymologie: πολύς, ὄψον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.)
2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ-οψος].