ἀνδροκτασία
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
ἡ, (κτείνω)
A slaughter of men in battle, mostly in pl., παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων Il.5.909; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε 7.237, etc.: personified, Hes.Th.228: in sg., ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς by reason of sad homicide, Il.23.86, cf. Hes.Oxy.1359.1.17, A.Th.693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, Männermord, plur. Hom. Iliad. 5, 909. 7, 237. 24, 548 Od. 11, 612, sing. Iliad. 11, 164 u. 23, 86; an der letzten Stelle katachrestisch von Tödtung eines Knaben durch einen Knaben beim Spiele; – Aesch. Spt. 675.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροκτᾱσία: ἡ, (κτείνω) ἡ ἐν μάχῃ ἀνδροφονία, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, ἕνεκα θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.
Spanish (DGE)
(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη Il.23.86
1 matanza en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... Ἄρη ἀνδροκτασιάων Il.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε Il.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.Th.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6S., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε SB 8140.16
•personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.Th.228, cf. Sc.155.
2 en sg. homicidio ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς Il.23.86, cf. Hes.Fr.165.17.
Greek Monolingual
ἀνδροκτασία, η (Α)
1. φόνος ανδρών στη μάχη
2. φόνος, ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].