ἀντιφεύγω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.
French (Bailly abrégé)
être dans l’exil pour expier l’exil d’un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.
Spanish (DGE)
ir al destierro a su vez παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo E.El.1091.
Greek Monolingual
ἀντιφεύγω (Α)
εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.