ἀπαναλίσκω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: ἀπαναλίσκω Low diacritics: απαναλίσκω Capitals: ΑΠΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apanalískō Transliteration B: apanaliskō Transliteration C: apanalisko Beta Code: a)panali/skw

English (LSJ)

fut. -ανᾱλώσω, Alciphr.3.47: pf.

   A ἀπανάλωκα Th.7.11: aor. 1 Pass. -ηλώθην ib.30: plpf. ἀπανηλώμην D.S.12.40: pf. -ηλωμένος J.AJ12.9.5:—use quite up, utterly consume, Il.cc.:—part. Pass. ἀπαναλούμενος in Ti.Locr.101d.    II spend from a given sum, IG1.32.26.

German (Pape)

[Seite 278] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώθη 2, 13; ἀπαναλώθη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: καταναλίσκω τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ τύπος ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα;
dépenser en pure perte.
Étymologie: ἀπό, ἀναλίσκω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. act. opt. ἀπαναλώσειεν Plot.3.2.2, med. part. ἀπαναλούμενος Ti.Locr.101d; perf. act. part. ἀπανηλωκυίας Th.7.11, med. part. ἀπανηλωμένου I.AI 12.378]
I 1utilizar, emplear ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ Th.l.c.
2 gastar ἀργύριον Alciphr.3.11.4, en v. med. τι IG 12.91.26 (V a.C.)
en v. pas. τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα lo que se tiene y lo que se gasta Th.7.14, μύρια (τάλαντα) ... ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη Th.2.13, ἀπανηλωμένου καρποῦ I.l.c.
fig. en v. med. καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίος día a día se va gastando la vida M.Ant.3.1.
II destruir τὸ κράτιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος D.C.11.4, ἀπαναλώσειεν ἄλλο ἄλλο Plot.3.2.2
en v. pas. ser aniquilado, perecer τῶν ... Μυκαλησσίων μέρος τι ἀπανηλώθη Th.7.30.

Greek Monolingual

ἀπαναλίσκω (Α)
καταναλώνω τελείως κάτι.