γωνιασμός

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιασμός Medium diacritics: γωνιασμός Low diacritics: γωνιασμός Capitals: ΓΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: gōniasmós Transliteration B: gōniasmos Transliteration C: goniasmos Beta Code: gwniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra.956.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, das Richten, Abmessen, nach dem Winkelmaaß, übertr., ἐπῶν Ar. Ran. 956.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιασμός: ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ ἀποτέλεσις τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, ἤτοι ὑπεράγαν τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mesurer au moyen de l’équerre ; fig. action de mesurer (des vers) à l’équerre.
Étymologie: γωνία.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
medición a escuadra Lys.Fr.15.1, def. como τοίχων συμβολὴ ἐγγώνιος Hsch.
fig. ἐπῶν ... γωνιασμοί terminación a escuadra (e.e. forzada) de los versos Ar.Ra.956.

Greek Monolingual

ο (AM γωνιασμός) γωνιάζω
το γωνίασμα
αρχ.
φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» — υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι.