προερέσσω
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
A row forwards, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (sc. τὴν ναῦν) Od. 13.279, cf. Ael.NA13.19.
German (Pape)
[Seite 721] vorwärts od. weiter rudern, ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279. S. προερύω.
Greek (Liddell-Scott)
προερέσσω: διὰ κωπηλασίας φέρω τὸ πλοῖον εἴς τι μέρος, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (ἐξυπακ. τὴν ναῦν) Ὀδ. Ν. 279· πρβλ. προερύω 2.
French (Bailly abrégé)
1 intr. ramer en avant;
2 tr. faire avancer à force de rames, acc..
Étymologie: πρό, ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά
2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐρέσσω «κωπηλατώ»].