κατάμεμπτος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεμπτος Medium diacritics: κατάμεμπτος Low diacritics: κατάμεμπτος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: katámemptos Transliteration B: katamemptos Transliteration C: katamemptos Beta Code: kata/memptos

English (LSJ)

ον,

   A blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neut. pl. as Adv., οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235˙ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.

Greek Monolingual

κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).