λεοντόχλαινος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόχλαινος Medium diacritics: λεοντόχλαινος Low diacritics: λεοντόχλαινος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: leontóchlainos Transliteration B: leontochlainos Transliteration C: leontochlainos Beta Code: leonto/xlainos

English (LSJ)

ον,

   A clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 29] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόχλαινος: -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. λεοντάγχωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d’une crinière de lion.
Étymologie: λέων, χλαῖνα.

Greek Monolingual

λεοντόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό-χλαινος, μελάγ-χλαινος].