φαιδρόνους

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν,

   A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].