ἀποδατέομαι
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.
A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ . . τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc. II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.
English (Slater)
ἀποδᾰτέομαι
1 share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.
Greek Monolingual
ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.