ἀρτόπωλις

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτόπωλις Medium diacritics: ἀρτόπωλις Low diacritics: αρτόπωλις Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: artópōlis Transliteration B: artopōlis Transliteration C: artopolis Beta Code: a)rto/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of -πώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.).    2 as Adj., τηλία ἀ. baker's tray, Poll.9.108.

German (Pape)

[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. -πώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.

Spanish (DGE)

-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
αἱ Ἀρτοπώλιδες Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).

Greek Monolingual

ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].