ἀφήκω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήκω Medium diacritics: ἀφήκω Low diacritics: αφήκω Capitals: ΑΦΗΚΩ
Transliteration A: aphḗkō Transliteration B: aphēkō Transliteration C: afiko Beta Code: a)fh/kw

English (LSJ)

   A arrive at or have arrived, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e; ἐς θεούς D.C.52.4; ἐς πρῖσιν ἀ. is a case for operation, Hp.VC9.    II depart, πολὺ ἀπό τινων D.C.41.8.

German (Pape)

[Seite 409] ankommen, hingelangen, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Plat. Rep. VII, 530 e; Antipho bei B. A. 470, = διήκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήκω: ἀφικνοῦμαι, φθάνω που, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· εἴς τι Ἱππ. 900Η

French (Bailly abrégé)

1 arriver, parvenir, εἴς τι;
2 c. διήκω.
Étymologie: ἀπό, ἥκω.

Spanish (DGE)

1 llegar, ir a parar a οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e, ἐς πρῖσιν ἀφήκει Hp.VC 9, ἐς ἰητρικήν Hp.Nat.Hom.1, de la sangre ἐς τοὺς πόδας ἀφήκει Hp.Nat.Hom.11, ἐς τὸ θεῖον Hp.Morb.Sacr.1.27, τὸ ἀνθρώπειον πᾶν ... ἔκ τε θεῶν γεγονὸς καὶ ἐς θεοὺς ἀφῆξον D.C.52.4.3.
2 irse, alejarse πολὺ τε ἀπὸ σφῶν ἀφήξειν D.C.41.8.3.

Greek Monolingual

ἀφήκω (Α)
1. φθάνω, καταλήγω κάπου
2. φεύγω, απομακρύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].