ἑδράζω
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
A cause to sit, place, ἐπὶ πλευρᾶς D.H.Comp.6; ἄλλυδις AP15.24 (Simm.); settle, establish, Jul.Or.5.165a, Procl. Inst.64, Simp.in Ph.528.21, Sch.A.R.4.947:—Med. or Pass., to be seated or fixed, Callix.1, Haussoullier Milet p.163, Porph.Marc.19, Dam.Pr.138; ἡδρασμένος secure, θρόνος D.Chr.1.78, cf. Sor.2.22.
German (Pape)
[Seite 716] setzen, feststellen, D. Hal. C. V. p. 40 u. a. Sp.; ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν φαλάγγων Callixen. bei Ath. V, 204 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδράζω: μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - καθίζω ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ ῥίζα ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.
French (Bailly abrégé)
asseoir, établir solidement ; Pass. s’établir ou être établi solidement.
Étymologie: ἕδρα.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 colocar, situar πῶς τῶν ἁρμοζομένων ἕκαστον καὶ ἐπὶ ποίας πλευρᾶς ἑδράσαι los elementos de construcción, D.H.Comp.6.3, λεῦσσέ με ... Ἀκμονίδαν τ' ἄλλυδις ἑδράσαντα Simm.Alae 1, ὁ δημιουργὸς ... γῆν ... ἥδρασεν ἐπὶ τὸν ἀσφαλῆ ... θεμέλιον 1Ep.Clem.33.3, τὸν ... ἑδράσαντα θάλασσαν de Dios GMA 56.15 (Israel III/IV d.C.), cf. Epiph.Const.Hom.M.43.496D, Sch.A.R.4.947a, en v. pas. τόπον ... οὗ δεῖ ἑδρασθῆναι (sc. τὸ Σαραπιεῖον) IG 11(4).1299.17 (III a.C.), ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον καὶ ἡδράσθη ἐπὶ τῶν στα[θμ] ῶν Didyma 32.12 (II a.C.), πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι antes de que los montes fueran colocados LXX Pr.8.25, ἐναιωρούμενοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ... ἐν τῷ μὴ ἑδράζεσθαι ... ὑπὸ τῶν μυῶν Steph.in Hp.Progn.86.2, en v. med. mismo sent. πιστὸν ὑπὲρ γαίης ἴχνιον ἡδρασάμην AP 6.70 (Macedon.).
2 establecer, asentar, fijar ποῦ δὲ ἑδράσομεν τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀϊδιότητος Κόσμου λόγους; ¿sobre qué bases estableceremos las razones de la eternidad del mundo? Iul.Or.8.164d, ἐκεῖνα ... ἑδράζουσιν ἐν ἑαυταῖς Procl.Inst.64, cf. Simp.in Ph.528.21, ἑαυτὸν ἑδράζει ... ὁ τόπος Dam.in Prm.138, cf. Iren.Lugd.Haer.1.3.5, en v. pas. οὐκ ἦν ἀσφαλὴς ὁ θρόνος οὐδὲ ἡδρασμένος D.Chr.1.78, φρόνημα καλῶς ἡδρασμένον Porph.Marc.19.
3 medic. reponer, restablecer ἐπὴν ... τὴν δύναμιν ἑδράσῃς Aret.CD 1.2.
4 náut. amarrar τὸ πλοῖον A.Io.88.20, en v. pas. ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς Callix.1. (p.163).
II intr. en v. med.
1 asentarse, fijarse μήτε ... ἡδρασμένον μένειν τὸν ὄγκον Sor.3.4.95.
2 fig. basarse, fundamentarse καρδία ἡδρασμένη ἐπὶ διανοίας συνέσεως LXX Si.22.17, ἡδρασμένους ἐν ἀγάπῃ Ign.Sm.1.1, de la Iglesia ἡδρασμένη ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ Ign.Phil.proem., ὁ νεὼς τοῦ θεοῦ, τρισὶν ἡδρασμένος θεμελίοις, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ Clem.Al.Strom.5.1.13.
Greek Monolingual
(AM ἑδράζω) έδρα
ἑδράζομαι
στηρίζομαι σταθερά
αρχ.-μσν.
ἑδράζω
1. τοποθετώ σταθερά κάτι
2. ιδρύω, εγκαθιδρύω.